συγκαταμαρτυρώ

συγκαταμαρτυρώ
-έω, Α [καταμαρτυρῶ]
μαρτυρώ και εγώ μαζί με άλλον, επιβεβαιώνω και εγώ μαζί με άλλον («ἐν τῷ λόγῳ τοῡτ' ἔγραψας, συγκατεμαρτύρησαν δ' οἱ μάρτυρες», Δημοσθ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”